θιβετιανός

θιβετιανός
-ή, -ό
1. θιβετικός
2. (το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο Θιβετιανός, η Θιβετιανή
α) Θιβετανός
β) στον πληθ. ανθρωπολογική ομάδα με επίκεντρο διαμονής και προέλευσης το Θιβέτ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Θιβέτ — (θιβετιανά Μποντιούλ, κινεζικά Τσαγκ ΤαγκΞιζάγκ). Ιστορική και γεωγραφική περιοχή (1.220.000 τ. χλμ., 2.620.000 κάτ. το 2000), η οποία από το 1951 αποτελεί αυτόνομη περιοχή της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας. Πρωτεύουσα είναι η Λάσα. Η περιοχή… …   Dictionary of Greek

  • βουδισμός — Φιλοσοφικό και θρησκευτικό σύστημα που δημιουργήθηκε από τον Βούδα (βλ. λ.) τον 6o αι. π.Χ. στην Ινδία. Είναι το πιο αξιοσημείωτο παράδειγμα άθεης θρησκείας, μια και δεν έχει για κέντρο του τη λατρεία θεότητας, αλλά διατυπώνει διδασκαλία για τη… …   Dictionary of Greek

  • Τατζικιστάν — H δημοκρατία του Tατζικιστάν δημιουργήθηκε μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης το 1992. Bρίσκεται στη νοτιοανατολική Kεντρική Aσία και συνορεύει βόρεια και δυτικά με το Oυζμπεκιστάν, βορειοανατολικά με το Kιργιστάν, ανατολικά με την Kίνα και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”